Κάθε καλοκαίρι πηγαίνω πίσω. Αρκετά χρόνια. Τότε που με τα κοντά μας παντελονάκια αλωνίζαμε το δικό μας προσωπικό μικρό σύμπαν. Η Δελφών χωματόδρομος. Οι πόλεμοι μεταξύ μας συχνοί και αναίμακτοι. Ιατρού Ζάννα (Γιατρουζάνα για εμάς) εναντίον Σκαπέρδα, Μπότσαρη εναντίον Χαλκιδικής. Τα σπαθιά μας ξύλινα, δεμένα με καλώδιο κεραίας. Οι τηλεοράσεις λιγοστές κι ασπρόμαυρες. Εφημερίδες στο κυριακάτικο τραπέζι που η μυρωδιά του μελανιού ανακατευοταν με το κοκκινιστό μοσχάρι και τη μουστάρδα. Στο βάθος το ράδιο να παίζει αγώνες ποδοσφαίρου με διαλείματα από γαλάνη και μαριάνα τόλη. Περιμέναμε με αγωνία να κοιμηθούν οι γονείς μας. Τα ποδήλατά μας, τα αλογατάκια μας γυαλιστερά κάτω από ένα καυτό ιουλιάτικο ήλιο σχεδόν μας παρακαλούσαν να τα καβαλήσουμε. Ξεφεύγαμε μέσα από μεσημεριάτικα ροχαλητά και μυρωδιές σιγά-σιγά. Ούτε κινητά ούτε σταθερά. Απλά βρισκόμασταν πάντα στο ίδιο μέρος την ίδια κυριακάτικη ώρα. Ο Σπύρος με τα κόκκινα μαλλιά, ο Στέλιος κι εγώ. Πάμε? Πάμε…
Ο δρόμος μακρύς στα παιδικά μας μάτια. Η αρετσού και η το καραμπουρνάκι φάνταζαν χιλιόμετρα μακρυά σχεδόν δίπλα στη δύση του ήλιου.
Κάθε καλοκαίρι θυμάμαι την πρώτη μου αγάπη. Τη μαργαρίτα.
Την αγαπούσαμε και οι τρείς μας.
Ημασταν 8 χρονών και είμαστε ακόμη. Ευτυχώς…
Οι μυρωδιές είναι κάτι που με ακολουθεί ακόμη. Το δυναμικό αγόρι και το τρουένο μπλεγμένα και τα δυο λερωμένα από τα μούρα και τα μούσμουλα στην πατρών. Κάποτε τα δένδρα είχαν φρούτα. Απέναντι έμενε η Σάσα Καστούρα και τα παιδικά μου μάτια την είχαν σα θεά. Οταν ήρθε ο Κώστας Καφάσης και τον είδα από κοντά μπερδεύτηκα. Μετά ο Γρηγόρης Φανάρας, ο Γιώργος Ορφανίδης και ο Βασίλης Χατζηπαναγής. Ηξερα μέσα μου ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν κάτι σημαντικό αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω σε τι. Μετά το θέατρο. Κάτια Δανδουλάκη, Αλέκος Αλεξανδράκης…