People Got The Power

» Το κλείσιμο της siemens Θεσσαλονίκης είναι ένα ακόμη μικρό λιθαράκι στη τεράστια τσιμεντένια ταφόπλακα με την οποία θα σφραγίσουν μια κάποτε εναλλακτική κοινωνία. Πρώτα, σκότωσαν τις μουσικές. Το 1992 με την επέλαση των νεοσκυλέ φαντασμάτων και την υιοθέτηση του «αστικού» τρόπου ζωής τύπου μερσέντες φτάσαμε στην απόλυτη κάταντια των λαδάδικων. Πυρότουβλα και λαικοπόπ που αντάλλαξαν, ευθαρσώς και χωρίς κανένα τίμημα και τύψη, τα τελευταία τρακς της warp, τα ονειρικά κρεσέντο του Νάστα, και τα περίεργα στιχάκια του αγγελάκα. Μετά βούλιαξαν στα απύθμενα βάθη της χαρτοπετσέτας, της ψευτοκαψούρας και του λιωμένου μάσκαρα, το τρολ, το αλυσίδα, το mobil, το kinky bampolina, το long days journey into the night. Οι θαμώνες του romance, του degre zero, του berlin, του δον κιχώτη, του σαντέ της μητροπόλεως υπέκυψαν σταδιακά και γονάτισαν μπροστά στο νέο θεό που φορούσε στραφταλιστά κοστούμια και ήταν ντυμένος με λουλούδια. Στο Ακρόαμα είχε αρχίσει η σήψη και η παρακμή της εισερχόμενης υποκουλτούρας. Τα μπουζούκια γέμιζαν ενώ άδειαζαν τα μυαλά μας. Εχασα τους φίλους μου που μπεκρόπιναν πιά μόνιμα πίσω από γυαλιστερές κουρτίνες, προσπαθώντας να χαιδέψουν κάποιο κορμί που έσταζε ιδρωτα ξυνό και φθηνό μάσκαρα. Η μουσική είχε πεθάνει. Μεταφέρθηκε λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Εκεί ήταν πιό εύκολο να τη σακατέψεις και να την τελειώσεις. Μετά σκότωσαν εμάς.

Χαμένοι, μη ξέροντας πια που να πάμε, χωρίς τις μουσικές μας, τα λεκτικά μας υπάρχοντα, τους φίλους μας να παραδέρνουν στις φθηνές πενιές και τα γυαλιστερά μίνι των μπαλέτων, μείναμε μόνοι. Διαλέγαμε με προσοχή τα μπαρ που θα πάμε, το φαγητό που θα φάμε, τα γειά που θα πούμε. Βλέπαμε ότι η πόλη μας πέθαινε όχι ακαριαία, όχι με αξιοπρέπεια, αλλά μαράζωνε και μάζευε λες και κάποιος της είπε ότι δεν μπορεί να πετάξει και εκείνη το πίστεψε. Το ρίξαμε στη δουλειά. Δεν μας ενδιέφερε αν η κορομηλά πουλούσε πια ακριβά υφάσματα και παπούτσια. Εμείς βλέπαμε φλίπερ, το πένυ λέιν, το παραμάουντ, τους κιουράδες να τα σπάνε μπροστά στο σνούπι, τον έλμερ να τσακίζει κόσμο με το βλέμα του. Εμείς βλέπαμε άλλα πράγματα. Πάντα βλέπαμε άλλα πράγματα. Βλέπαμε την πόλη να παίρνει φωτιά και το ναβαρίνο να βρυχάται.

Το τηλέφωνο σήμερα χτύπησε και μου είπε τα νέα. Μέσα, βαθειά, άκουγα κλάματα, φωνές, παράπονα. Τότε που γνωριστήκαμε πριν από 16 χρόνια δούλευε στη Zίμενς. Τώρα πιά δεν ξέρει που δουλεύει. Εχασε τις μουσικές της, έχασε την κορομηλά, τώρα έχασε και τη δουλειά της.

Φακ εμ γκέρλυ. Πάμε να φύγουμε κι εμείς…»

Αυτά έγραφα 3 μήνες πριν. Τα αδέρφια μου πήραν τηλέφωνο αμέσως. Mave, Argos, Crazy Monkey, Naftilos ρωτούσαν τι έγινε, τι θα γίνει τώρα…Και τους τέσσερις τους γνώρισα εδώ μέσα στην αποκαλούμενη μπλογκόσφαιρα. Τελικά έπρεπε να διανύσω πολλά ψηφιακά χιλιόμετρα, να διαβάσω χιλιάδες html, να πλακωθώ λεκτικά, ώστε να γνωρίσω αυτούς τους τέσσερις σπάνιους ανθρώπους.

Λίγοι και καλοί που λένε. Και όσο οι Φαρισαίοι σκίζουν τα ιμάτιά τους για κάποια δικαιώματα του ψηφιακού πολίτη εμείς έχουμε κάνει ένα βήμα πιό μπροστά, χωρίς να αρχίσουμε τα ανούσια κατεβατά στο word, χωρίς να φωνάζουμε «δες με τι καλά που αγωνίζομαι για σένα» απλά βοηθάμε ο ένας τον άλλον στ αλήθεια.

Είμαι περήφανος ως άνθρωπος που αυτοί οι 4 είναι φίλοι μου.

Είμαι περήφανος που τους γνώρισα εδώ μέσα, στο «απρόσωπο» δίκτυο.

Μπα Μπάι Θάλασσα/ΑΝεμος

Προχθές το μεσημέρι είπα στα αγόρια μου να πάμε για ένα τελευταίο μπάνιο στη θάλασσα. Το καλοκαίρι έδινε μια ακόμη νικηφόρα μάχη με το χειμώνα πράγμα που φαινόταν και στο θερμόμετρο που είχε πιάσει τους 30 βαθμούς. Χαρά θεού δηλαδή. Ξετρελάθηκαν όταν τους το είπα. Φόρεσαν τα μαγιό τους, τα μπλουζάκια τους τα κοντομάνικα, τα πεδιλάκια τους, πήραν όλα τα χρειαζούμενα, φτυάρια, τσουγκράνες, κουβαδάκι, δύο δεινοσαυράκια, μία αρκούδα, ένα νύχι τυραννόσαυρου Ρεξ που μοιάζει με κομμάτι ξύλο, το κομμάτι ενός απολιθωμένου λιονταριού-τοτεμ που μοιάζει με κοτρώνα και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Η γνώριμη διαδρομή. Το αυτοκίνητο μυρίζει αντηλιακό. Τα παράθυρα ανοιχτά. Το ραδιόφωνο τέζες. Ουρλιάζουν, δέρνονται, τραγουδούν, τσιρίζουν, χτυπιούνται αλύπητα. Χαίρονται δηλαδή. Το τοπίο έξω φθινοπωρινό, μέσα στο αμάξι μεσιάζει ο Ιούλιος. Φτάνουμε στην παραλία. Τα μπαράκια κλειστά. Ένα-δύο αυτοκίνητα. Τρία χαλασμένα, παρατημένα μηχανάκια. Τα αγόρια πετάγονται από το αυτοκίνητο με τα «όπλα» στα χέρια. Τα ακολουθώ από μια απόσταση με τις πετσέτες στο χέρι. Νομίζω ότι μεγάλωσαν πολύ από τις αρχές Ιουνίου που πρωτοήλθαμε στην παραλία. Πάρα πολύ.Ο ήλιος καίει κι ας μην είναι πια τόσο κοντά. Το καταλαβαίνεις αυτό από την ένταση του φωτός. Τα βλέπω να κοντοστέκονται για λίγο. Πηγαίνω κοντά τους. Κάτι δεν τους «κάθεται» καλά. Ρημαγμένες ξαπλώστρες, μια δυο πεσμένες ομπρέλες, η άμμος σκαμμένη από τα νερά της βροχής των προηγούμενων ημερών, δέκα Ρώσοι μεσήλικες που παίζουν βόλεϊ, οι γυναίκες τους τούς βιντεοσκοπούν και γελάνε, κανένας έλληνας. Είμαστε οι μόνοι έλληνες σε μια παραλία της Κασπίας ή της Βαλτικής. Όχι, είμαστε στην Χαλκιδική. Απέναντί μας είναι ο Όλυμπος. Τραβάμε μερικές ξαπλώστρες, τους βγάζω τα μπλουζάκια και τα πέδιλα, τρέχουν στη θάλασσα. «Μπαμπά». Τι είναι αγόρι μου; Είναι πολύ κρύα. Το ξέρω. Μην βουτήξεις. Ο πιο μικρός ξαπλώνει στην άμμο. Μπαίνω μέχρι τα γόνατα. Είναι πραγματικά κρύα. Όπως στο πρώτο μπάνιο της χρονιάς. Σαν να βούτηξα τα πόδια μου στο Χρόνο. Ναι, αυτό είναι, η Θάλασσα ξανάγινε Χρόνος…

Εκεί, με τα γόνατα στο νερό, με τον ήλιο να μου καίει τον αριστερό ώμο, με αγκάλιασε η μοναξιά… Για λίγο… «Μπαμπάαααα! Ένα κοχύλι!»… Και με άφησε πάλι… «Πάμε μια βόλτα…». Περπατούσαμε για ώρα με το ένα πόδι στη βρεγμένη και με το άλλο στη στεγνή άμμο. Μέχρι την άλλη άκρη της παραλίας. Μαζέψαμε δαγκάνες από καβούρια, σπασμένες πεταλίδες, μικρά κομμάτια ξύλου, πλατιά βότσαλα. Όταν γυρίσαμε οι Ρώσοι έπιναν βότκα από το μπουκάλι και γελούσαν.

Εκανα ένα μακροβούτι…

Κι άλλο… Κι άλλο… Με τα μάτια ανοιχτά…

Τα αγόρια έπαιζαν όταν ξαναβγήκα. Ετοίμαζαν γεύμα «για τον Γίγαντα». Κάθισα δίπλα τους, άναψα τσιγάρο, έκανα σκέψεις που τις είχα κάνει ξανά, πως κάπου αλλού η θάλασσα θα αρχίσει τώρα να ζεσταίνεται, πως κάπου αλλού ένας πατέρας με τα αγόρια του θα κατεβαίνουν για το πρώτο μπάνιο τους στην παραλία, πως τα μεγαλύτερα ταξίδια μας είναι αυτά και όχι άλλα…

Ντυθήκαμε!

Μαζέψαμε τα πράγματα!

«Μπα-μπάϊ Θάλασσα!», ο μικρός της κουνούσε το χέρι και την χαιρετούσε σαν να ήταν η φίλη του, η Ελλη… Το κοριτσάκι που τον Αύγουστο καθόταν με τους γονείς του στη διπλανή ομπρέλα…

Ο μεγάλος άρχισε να της μιλάει: «Θα ξαναγυρίσουμε, του χρόνου! Εντάξει; Όταν τελειώσουν τα σχολεία! Γειά σου θάλασσα!»

Πάμε;

Της πρόσφεραν δώρα. Τα παράχωσαν στην άμμο. Το «νύχι του τυραννόσαυρου-Ρεξ», μερικά ακόμη «κόκκαλα πειρατών», «δόντια από πούμα»…

Σηκώθηκαν!

 

Κάτι αλμυρό κύλησε στο μάγουλό μου… Τα μαλλιά μου δεν είχαν στεγνώσει ακόμη, φαίνεται…

«Α, μπαμπά! Ψέματα! Θα ξαναρθούμε τότε που ο παπάς θα πετάξει μέσα το Σταυρό!». Το θυμόταν από πέρσι!

«Σωστός!»

Εφυγαν μπροστά, προς το αυτοκίνητο.

Εμεινα και πάλι λίγο πίσω!

«Μπα-μπάϊ Θάλασσα!»