Φοβάμαι τον ανθρώπινο κισσό που αλαφιασμένος τυλίγεται γύρω μου.
Που θα τους βάλω όλους αυτούς;
Πόσοι μπορούν να χωρέσουν μέσα μου;
Πόσοι είναι αυτοί που θα μοιραστούν μαζί μου τη θάλασσα; To σκοτάδι; Τον ήλιο;
Φοβάμαι τον ανθρώπινο κισσό που ξεφυτρώνει, που τυλίγεται, που πνίγει
έτσι απότιστος, έτσι κίτρινος.
Η ομίχλη απλώθηκε και πάλι πάνω στα κτήρια. Τα τύλιξε για μια φορά ακόμη.
Ο γλάρος έψαχνε το πρωί που θα φυγαδεύσει τα αυγά του.
Γυαλιστερές οροφές, πλατινένιοι δρόμοι, αδαμάντινα βενζινάδικα, ρουμπινένια εγώ στο χρώμα του αίματος
Ηταν και αυτή μια αλήθεια, μια ειδοποίηση
Ο ουρανός πέθανε και κανείς δεν έκλαψε.